αεριοποιώ: Difference between revisions

From LSJ

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366
(1)
(No difference)

Revision as of 06:33, 29 September 2017

Greek Monolingual

(-έω)
μετατρέπω στερεά ή υγρά καύσιμα σε αέρια καύσιμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αέριο + ποιώ
απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. gazeifier.
ΠΑΡ. αεριοποίηση, αεριοποιητικός].