αδιαφανής: Difference between revisions

From LSJ

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
(1)
(No difference)

Revision as of 06:33, 29 September 2017

Greek Monolingual

-ές
αυτός μέσα από τον οποίο δεν περνά το φως, ώστε να μπορεί κάποιος να δει μέσα και πέρα από αυτόν, ο μη διαφανής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητ. + διαφανής.
ΠΑΡ. αδιαφάνεια].