θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable
ἀειλαμπής, -ές (AM)ο πάντοτε φωτοβόλος, φεγγοβόλος, λαμπρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + λάμπω.