φωτοβόλος
From LSJ
σκληρόν σοι πρὸς κέντρα λακτίζειν → it is hard for thee to kick against the pricks, it is hard for you to kick against the goads
German (Pape)
[Seite 1323] Licht werfend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φωτοβόλος: -ον, ὁ ῥίπτων φῶς, φωτίζων, φωτεινός, Ἀνωνύμου Ὕμνος εἰς τὴν Παρθένον.
Greek Monolingual
-α, -ο / φωτοβόλος, -ον, ΝΜ, θηλ. και -ος Ν
αυτός που εκπέμπει φως, φωτεινός
νεοελλ.
μτφ. λαμπρός, ακτινοβόλος, αστραφτερός («φωτοβόλο πρόσωπο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο)- + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. λιθο-βόλος, πυρο-βόλος.