φωτοβόλος

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c

German (Pape)

[Seite 1323] Licht werfend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φωτοβόλος: -ον, ὁ ῥίπτων φῶς, φωτίζων, φωτεινός, Ἀνωνύμου Ὕμνος εἰς τὴν Παρθένον.

Greek Monolingual

-α, -ο / φωτοβόλος, -ον, ΝΜ, θηλ. και -ος Ν
αυτός που εκπέμπει φως, φωτεινός
νεοελλ.
μτφ. λαμπρός, ακτινοβόλος, αστραφτερός («φωτοβόλο πρόσωπο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο)- + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. λιθο-βόλος, πυρο-βόλος.