εύκλωνος: Difference between revisions

From LSJ
(15)
(No difference)

Revision as of 06:33, 29 September 2017

Greek Monolingual

εὔκλωνος, -ον (Α)
αυτός που έχει ωραίους κλώνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κλωνος (< κλων «κλαδί»), πρβλ. μονό-κλωνος, πολύ-κλωνος].