εὐριπώδης: Difference between revisions

From LSJ

πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart

Menander, Monostichoi, 227
(6_7)
(15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐρῑπώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] τῷ Εὐρίπῳ, [[τόπος]] Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 11, 32. ΙΙ. ὁ ζῶν ἐν τοιούτῳ τόπω, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 17.
|lstext='''εὐρῑπώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] τῷ Εὐρίπῳ, [[τόπος]] Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 11, 32. ΙΙ. ὁ ζῶν ἐν τοιούτῳ τόπω, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 17.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐριπώδης]], -ῶδες (Α) [[εύριπος]]<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με τον εύριπο<br /><b>2.</b> αυτός που ζει στον Εύριπο ή γενικά σε πορθμούς.
}}
}}

Revision as of 06:34, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐρῑπώδης Medium diacritics: εὐριπώδης Low diacritics: ευριπώδης Capitals: ΕΥΡΙΠΩΔΗΣ
Transliteration A: euripṓdēs Transliteration B: euripōdēs Transliteration C: evripodis Beta Code: eu)ripw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A like a Euripus, τόποι Arist. GA763b2.    II living in such a place, Id.HA621b23.

German (Pape)

[Seite 1093] ες, nach Art einer Meerenge; τόποι τῆς θαλάττης Arist. gen. an. 5 extr.; auch von Thieren, τὰ πελάγια καὶ τὰ εὐριπώδη, in den Meerengen lebend, H. A. 9, 37.

Greek (Liddell-Scott)

εὐρῑπώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος τῷ Εὐρίπῳ, τόπος Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 11, 32. ΙΙ. ὁ ζῶν ἐν τοιούτῳ τόπω, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 17.

Greek Monolingual

εὐριπώδης, -ῶδες (Α) εύριπος
1. αυτός που μοιάζει με τον εύριπο
2. αυτός που ζει στον Εύριπο ή γενικά σε πορθμούς.