εύπλευρος: Difference between revisions

From LSJ

Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)

Source
(15)
(No difference)

Revision as of 06:34, 29 September 2017

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὔπλευρος, -ον)
αυτός που έχει ισχυρές πλευρές
2. αυτός που έχει ισχυρό στήθος και πνευμόνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -πλευρος (< πλευρά), πρβλ. ισό-πλευρος, τετρά-πλευρος)].