ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow
εὔδικος, -ον (Α)δίκαιος, χρηστός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -δικος (< δίκη), πρβλ. ά-δικος, φιλό-δικος, φυγό-δικος].