αιματουργός: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends

Source
(1)
(No difference)

Revision as of 06:34, 29 September 2017

Greek Monolingual

αἱματουργός, -όν (Μ)
αυτός που προκαλεί αιματοχυσία, ο φονικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα, -ατος + -ουργός < ἔργον.