ἀκαταμάχητος: Difference between revisions
Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm
(big3_2) |
(2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[invencible]], [[inexpugnable]] ἀσπίδα ἀκαταμάχητον ὁσιότητα LXX <i>Sap</i>.5.19, τὸ ἡγεμονικόν M.Ant.8.48, (ἡ σοφία) ὅπλον ἐστὶν ἀκαταμάχητον Euagr.Pont.<i>Schol.Pr</i>.135.2, τεῖχος <i>SEG</i> 46.2011 (Palestina V/VI d.C.)<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τὸ ἀ. [[la inquebrantabilidad]] de los mandamientos de Dios, Didym.<i>in Ps.cat</i>.118.152. | |dgtxt=-ον<br />[[invencible]], [[inexpugnable]] ἀσπίδα ἀκαταμάχητον ὁσιότητα LXX <i>Sap</i>.5.19, τὸ ἡγεμονικόν M.Ant.8.48, (ἡ σοφία) ὅπλον ἐστὶν ἀκαταμάχητον Euagr.Pont.<i>Schol.Pr</i>.135.2, τεῖχος <i>SEG</i> 46.2011 (Palestina V/VI d.C.)<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τὸ ἀ. [[la inquebrantabilidad]] de los mandamientos de Dios, Didym.<i>in Ps.cat</i>.118.152. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκαταμάχητος]], -ον) [[καταμάχομαι]]<br />[[εκείνος]] που δεν μπορεί να καταβληθεί, ο [[αήττητος]], ο [[ακατανίκητος]]<br />«ἀκαταμάχητα ὅπλα»<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν αντικρούεται<br />«ακαταμάχητα επιχειρήματα». | |||
}} | }} |
Revision as of 06:35, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A unconquerable, LXX Wi.5.19, M.Ant.8.48, Men.Prot.p.4D., Ps.-Callisth.2.11.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκαταμάχητος: -ον, ἀκατανίκητος, Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 8., Μ. Ἀντ. 8. 78.
Spanish (DGE)
-ον
invencible, inexpugnable ἀσπίδα ἀκαταμάχητον ὁσιότητα LXX Sap.5.19, τὸ ἡγεμονικόν M.Ant.8.48, (ἡ σοφία) ὅπλον ἐστὶν ἀκαταμάχητον Euagr.Pont.Schol.Pr.135.2, τεῖχος SEG 46.2011 (Palestina V/VI d.C.)
•neutr. subst. τὸ ἀ. la inquebrantabilidad de los mandamientos de Dios, Didym.in Ps.cat.118.152.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκαταμάχητος, -ον) καταμάχομαι
εκείνος που δεν μπορεί να καταβληθεί, ο αήττητος, ο ακατανίκητος
«ἀκαταμάχητα ὅπλα»
νεοελλ.
αυτός που δεν αντικρούεται
«ακαταμάχητα επιχειρήματα».