ακαμαντομάχας: Difference between revisions
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
(2) |
(No difference)
|
Revision as of 06:35, 29 September 2017
Greek Monolingual
ἀκαμαντομάχας και ἀκαμαντομάχης, ο (Α)
ο ακάματος, ακούραστος στη μάχη
«ἀκαμαντομάχαι Ζηνὸς υἱοὶ» (Πινδ. Πυθ. 4, 171).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκάμας -αντος + -μάχας < μάχη.