ἀκαμαντομάχης

From LSJ

Ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν, ἀποθνῄσκει νέος → He whom the gods love dies young → Flore in iuvenili moritu, quem di diligunt → In seiner Jugend stirbt nur, wer den Göttern lieb

Menander, Monostichoi, 425

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
infatigable au combat.
Étymologie: ἀκάμας, μάχομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀκᾰμαντομάχης: неутомимый в бою (Ζηνὸς υἱοί Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκᾰμαντομάχης: -ου, ὁ, ἀκάματος ἐν μάχῃ, Πινδ. Π. 4. 304.

Greek Monotonic

ἀκᾰμαντομάχης: -ου, ὁ (μάχη), ακαταπόνητος στην μάχη, σε Πίνδ.

Middle Liddell

μάχη
unwearied in fight, Pind.