ηχογόνος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments

Source
(16)
(No difference)

Revision as of 06:35, 29 September 2017

Greek Monolingual

-ο
αυτός που παράγει ήχο, ηχητικός («ηχογόνα σώματα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήχος + -γονος (< γίγνομαι), πρβλ. από-γονος, δακρυο-γόνος. Το ουδ. ηχογόνον μαρτυρείται από το 1888 στον Ηρακλή Μητσόπουλο].