ζόμβρος: Difference between revisions

From LSJ

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source
(6_15)
(16)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ζόμβρος''': ὁ, ἴδε ἐν λ. [[τραγέλαφος]] ΙΙΙ.
|lstext='''ζόμβρος''': ὁ, ἴδε ἐν λ. [[τραγέλαφος]] ΙΙΙ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ζόμβρος]], ὁ (Α)<br />[[είδος]] ταύρου ή βίσωνα.
}}
}}

Latest revision as of 06:35, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1140] ὁ, = τραγέλαφος, vielleicht Auerochs, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

ζόμβρος: ὁ, ἴδε ἐν λ. τραγέλαφος ΙΙΙ.

Greek Monolingual

ζόμβρος, ὁ (Α)
είδος ταύρου ή βίσωνα.