ἡμιύφαντος: Difference between revisions
From LSJ
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
(6_17) |
(16) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἡμιύφαντος''': -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ ὑφασμένος, Αἰν. Τακτ. 29. | |lstext='''ἡμιύφαντος''': -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ ὑφασμένος, Αἰν. Τακτ. 29. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἡμιύφαντος]], -ον (Α)<br />ο υφασμένος αραιά, μισόϋφασμένος. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 06:35, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1170] halb gewebt, Aen. Tact. 29.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμιύφαντος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ ὑφασμένος, Αἰν. Τακτ. 29.
Greek Monolingual
ἡμιύφαντος, -ον (Α)
ο υφασμένος αραιά, μισόϋφασμένος.