ἡμιύφαντος
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
German (Pape)
[Seite 1170] halb gewebt, Aen. Tact. 29.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμιύφαντος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ ὑφασμένος, Αἰν. Τακτ. 29.
Greek Monolingual
ἡμιύφαντος, -ον (Α)
ο υφασμένος αραιά, μισόϋφασμένος.