ἡμιύφαντος
From LSJ
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
German (Pape)
[Seite 1170] halb gewebt, Aen. Tact. 29.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμιύφαντος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ ὑφασμένος, Αἰν. Τακτ. 29.
Greek Monolingual
ἡμιύφαντος, -ον (Α)
ο υφασμένος αραιά, μισόϋφασμένος.