ζώστρα: Difference between revisions

From LSJ

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source
(6_9)
 
(16)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ζώστρα''': ἡ, [[δεσμός]], [[ταινία]], Θεόκρ. 2, 122.
|lstext='''ζώστρα''': ἡ, [[δεσμός]], [[ταινία]], Θεόκρ. 2, 122.
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[ζώστρα]]) [[ζώννυμι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ζώνη]], [[ζωστήρας]], [[ζωνάρι]]<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> καθεμιά από τις παχύτερες εσωτερικές εντερονίδες ξύλινου σκάφους οι οποίες αποτελούν [[μέρος]] της εσωτερικής επενδύσεώς του, [[ζωνάρι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ταινία]], [[δεσμός]], [[αναδέσμη]].
}}
}}

Revision as of 06:35, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

ζώστρα: ἡ, δεσμός, ταινία, Θεόκρ. 2, 122.

Greek Monolingual

η (Α ζώστρα) ζώννυμι
νεοελλ.
1. ζώνη, ζωστήρας, ζωνάρι
2. ναυτ. καθεμιά από τις παχύτερες εσωτερικές εντερονίδες ξύλινου σκάφους οι οποίες αποτελούν μέρος της εσωτερικής επενδύσεώς του, ζωνάρι
αρχ.
ταινία, δεσμός, αναδέσμη.