ετοιμόφλεκτος: Difference between revisions
From LSJ
αὔριον ὔμμε πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake
(14) |
(No difference)
|
Revision as of 06:35, 29 September 2017
Greek Monolingual
ἑτοιμόφλεκτος, -ον (Μ)
αυτός που φλέγεται, που ανάβει εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + -φλεκτος (< φλέγω), πρβλ. εύ-φλεκτος].