τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
(17) |
(No difference)
|
το
το θρύψαλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρύπτω (πρβλ. έ-θρυψα) + κατάλ. -αλο (πρβλ. θρούβ-αλο)].