θρούψαλο: Difference between revisions

From LSJ

τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant

Source
(17)
(No difference)

Revision as of 06:36, 29 September 2017

Greek Monolingual

το
το θρύψαλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρύπτω (πρβλ. έ-θρυψα) + κατάλ. -αλο (πρβλ. θρούβ-αλο)].