θοάς: Difference between revisions

From LSJ

κορυφαῖον τέλος τῶν πραγμάτων → crowning fulfilment of things

Source
(SL_1)
(17)
Line 12: Line 12:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[θοάς]] f. adj., <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[swift]] [[ἀλλά]] σε πρὸς [[Διός]], ἱπποσόα [[θοάς]], [[ἱκετεύω]] (sc. ἀκτὶς ἀελίου) (Pae. 9.7)
|sltr=[[θοάς]] f. adj., <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[swift]] [[ἀλλά]] σε πρὸς [[Διός]], ἱπποσόα [[θοάς]], [[ἱκετεύω]] (sc. ἀκτὶς ἀελίου) (Pae. 9.7)
}}
{{grml
|mltxt=[[θοάς]], -[[άδος]], ἡ (Α) (αμφβλ. γρφ. στον <b>Πίνδ.</b>) αυτή που σπεύδει, η γρήγορη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> θηλ. του [[θοός]] <span style="color: red;"><</span> <i>θέω</i>].
}}
}}

Revision as of 06:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θοάς Medium diacritics: θοάς Low diacritics: θοάς Capitals: ΘΟΑΣ
Transliteration A: thoás Transliteration B: thoas Transliteration C: thoas Beta Code: qoa/s

English (LSJ)

άδος, ἡ, fem. Adj.

   A fleet, swift, prob. in Pi.Fr.107.7.

English (Slater)

θοάς f. adj.,
   1 swift ἀλλά σε πρὸς Διός, ἱπποσόα θοάς, ἱκετεύω (sc. ἀκτὶς ἀελίου) (Pae. 9.7)

Greek Monolingual

θοάς, -άδος, ἡ (Α) (αμφβλ. γρφ. στον Πίνδ.) αυτή που σπεύδει, η γρήγορη.
[ΕΤΥΜΟΛ. θηλ. του θοός < θέω].