θοός
English (LSJ)
(A), ή, όν, (θέω) poet. Adj. quick, nimble, swift, epithet of Ares and warriors, Il.5.430, 571, 16.422, 494, etc.: c. inf., θ. μάχεσθαι 5.536; of things, χείρ 12.306; βέλος Od.22.83; ἅρμα Il.17.458; μάστιξ ib. 430; νῆες 14.410, etc.; νηυσὶ θοῇσι… πεποιθότες ὠκείῃσι Od.7.34; νύξ swift night, Il.10.394, Od.12.284, Hes.Th.481; θοὴν ἀλεγύνετε δαῖτα partake of a hasty meal, i.e. in haste, Od.8.38; later, of animals, Pi.P.4.17, E.Ba.977 (lyr.); also μάχαι Pi.P.8.26; γλῶσσα Id.N.7.72; θοὰ βάξις A.Ag.476 (lyr.); θ. εἰρεσίας ζυγόν S.Aj.249 (lyr.), cf. Orph.A.1037; πτέρυξ E.Ion123 (lyr.), cf. A.Pr.129 (lyr.); σάκος A.R.1.743; ἀσπίδας… θοὸν ἔχμα βολάων Id.4.201; πνοαί, αὖραι, E. Andr.479 (lyr.), Tr.454 (troch.): used adverbially with Verbs of motion, ἐκπρολιποῦσα θοὸν δόμον quickly, in haste, Antim.71 (expld. by An.Ox. from τίθημι); θοὰν νύμφαν ἄγαγες S.Tr.857 (lyr.). Adv. θοῶς = quickly, in haste, Il.3.325, B.14.59, A.Pr.1060 (anap.), Pers.398, Hp.Mul.2.132; θοώτερον A.R.3.1406; soon, Od.15.216.
(B), ή, όν, pointed, sharp, sharpened, acute, νῆσοι, name of certain of the Echinades (acc. to Str.8.3.26), Od.15.299; so later θ. γόμφοι, ὀδόντες, πελέκεις, A.R.2.79, 3.1281, 4.1683; ξίφος AP9.157; cf. θοόω.
German (Pape)
[Seite 1214] (θυ, θέω, nicht mit θήγω zusammenhangend, wie Butim. Lexil. II p. 60 will), schnell, rasch, von Menschen rasch zur Tat (vgl. ὠκύς, ταχύς); Ἄρης, Il. 5, 430 u. öfter; Hektor, 8, 215, andere Helden, πολεμιστής 5, 571; auch c. inf., ἐπεὶ θοὸς ἔσκε μετὰ πρώτοισι μάχεσθαι 5, 536; χείρ, 12, 306, schnelle Hand; von leblosen Dingen, bes. das Schiff, 14, 410 u. sonst; Od. 7, 34 ist verbunden νηυσὶ θοῇσι τοίγε πεποιθότες ὠκείῃσιν, ohne daß sich ein Unterschied machen läßt, als daß ὠκύς die wirkliche Schnelligkeit mehr hervorhebt; ἅρμα, Il. 17, 458; μάστιξ, die schnell geschwungene, wo man nicht an eine trans. Bdtg "schnell machend" zu denken hat, 17, 430; βέλος, Od. 22, 83; θοὴν ἀλεγύνετε δαῖτα, 8, 38, besorget ein Mahl, das flink da ist; θοὴ νύξ, Il. 10, 394 u. öfter, die schnelle, schnell hereinbrechende Nacht, die überdies mit Rossen daher fahrend gedacht wird, wie Hes. Th. 481; Buttm. a. a. O. erkl. es "die jähe Nacht" u. findet darin nicht bloß den schnellen Einbruch, sondern auch das Schreckliche u. Gefährliche bezeichnet; Pind. nennt häufig das Schiff so, wie den Wagen u. die Rosse, auch ἄκων, N. 10, 69, ἀγώνων ἀκτίς, P. 1 1, 48, μάχαι, 8, 27; Aesch. πτερύγων θοαῖς ἁμίλλαις Prom. 129, πόλιν διήκει θοὰ βάξις Ag. 463; Soph. πῶλοι, El. 727, νῆες, Ai. 696, νύμφα, Tr. 854, θοὸν εἰρεσίας ζυγόν, die schnelle Ruderbank, für "die Bank des schnellen Ruderns", Ai. 249; vgl. θοαὶ εἰρεσίαι Orph. Arg. 1040; Eur. ἅμ' ἠελίου πτέρυγι θοῇ, Ion 123, πνοιαί, Andr. 479, αὖραι, Troad. 454, sonst von Schiffen u. Rossen, wie auch Ar. u. sp. D.; θοὸν σάκος Ap. Rh. 1, 743. Selten in Prosa, Plat. Crat. 422 e nur zur Ableitung von ἀγαθός. – Mit der Schnelligkeit hängt zusammen die Bdtg des schnell Eindringenden, spitz, scharf; so νῆσοι θοαί, mit spitzen Klippen ins Meer scharf vorspringende Inseln, Od. 15, 299; vgl. Strab. VIII, 351. So bes. sp. D., θοοὶ γόμφοι Ap. Rh. 2, 79, ὀδόντες 3, 1281, πελέκεσσι 4, 1683.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 avec idée de mouv. rapide, prompt, agile : θοὸς μάχεσθαι IL agile au combat ; νῆες IL vaisseaux agiles ; χείρ IL main agile ; εἰρεσίας ζυγόν SOPH banc de rameurs agiles ; νύξ IL nuit qui tombe rapidement (particul. dans les pays méridionaux);
2 avec idée de forme aiguë νῆσοι θοαί OD les îles aux pointes aiguës, càd les Échinades.
Étymologie: θέω.
Russian (Dvoretsky)
θοός:
1 быстрый, стремительный (πολεμιστής Hom.; μάχαι Pind.; πνοαί Eur.);
2 проворный, ловкий (χείρ Hom.; εἰρεσίας ζυγόν Eur.; γλῶσσα Pind.);
3 быстроходный, быстро движущийся (ἅρμα, νῆες Hom.);
4 быстро наступающий, внезапный (νύξ Hom.);
5 быстро распространяющийся (βάξις Aesch.);
6 быстроногий, быстро мчащийся (πῶλοι Soph.);
7 (per hypallagen) спешно приготовляемый: θοὴν ἀλεγύνετε δαῖτα Hom. сейчас же приготовьте обед; θοόν τινα ἄγειν Soph. быстро уводить кого-л.
8 острый (см. Θοαί).
Greek (Liddell-Scott)
θοός: -ή, -όν, (ἴδε ἐν τέλ.): - ποιητ. ἐπίθ., ταχύς, ὀξύς, εὐκίνητος, δραστήριος, ἐνεργητικός, τὸ πλεῖστον ἐπὶ ἐνεργείας (ὠκὺς ἢ ταχὺς συνήθως κεῖνται πρὸς δήλωσιν ταχύτητος ποδῶν), ἐπίθ. τῶν πολεμιστῶν, Ἰλ. Ε. 430, 571, κτλ.· μετ’ ἀπαρ., θοὸς μάχεσθαι αὐτόθι 536· ὡσαύτως ἐπὶ πραγμ., χείρ Μ. 306· βέλος Ὀδ. Χ. 83· ἅρμα Ἰλ. Ρ. 458· μάστιξ αὐτόθι 430· καὶ ὡς συνεχὲς ἐπιθ. τῶν πολεμικῶν πλοίων, θοαὶ νῆες, ἴσως κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς ἐμπορικὰ πλοῖα, Ἰλ. Ξ. 410, κτλ.· νηυσὶ θοῇσι… πεποιθότες ὠκείῃσιν (ἔνθα τὸ ὠκὺς ἐκφράζει ταχύτητα κινήσεως, τὸ δὲ θοὸς ἐλαφρότητα, κουφότητα) Ὀδ. Η. 34· συχνάκις ὡσαύτως, θοὴ νύξ, ταχεῖα, ἐπειδὴ ὑπετίθετο ὅτι ἤλαυνεν ἅρμα ἢ διότι ἐπήρχετο αἰφνιδίως, Ἰλ. Κ. 394, Ὀδ. Μ. 284, Ἡσ. Θ. 481, πρβλ. Ἕρμανν. εἰς Σοφ. Τρ. 94· θοὴν ἀλεγύνετε δαῖτα, ἑτοιμάσατε ἐν σπουδῇ γεῦμα, Ὀδ. Θ. 38· ὡσαύτως παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς ἐπὶ ἵππων καὶ κυνῶν, Πίνδ. Π. 4. 30, Εὐρ. Βάκχ. 977· θοαὶ μάχαι Πίνδ. Π. 8. 37· ὠδῖνες Ἀποσπ. 58· γλῶσσα Ν. 106· θοὰ βάξις Αἰσχύλ. Ἀγ. 476· θ. ζυγόν, ἐπὶ ἑρετῶν, Σοφ. Αἴ. 243· πτέρυξ Εὐρ. Ἴωνι 123, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 129· πνοαί, αὗραι Εὐρ. Ἀνδρ. 479, Τρῳ. 454· -ὡσαύτως (ὡς ἐν Ὀδ. Θ. 38) ἐν χρήσει ὡς ἐπίρρ. μετὰ ῥημάτων κινήσεως, ἐκπρολιποῦσα θοὸν δόμον, ταχέως, ἐν σπουδῇ Ἀντίμαχ. ἐν Ἀν. Ὀξ. 1. 201. - Ἐπίρρ. -ῶς, ταχέως, ἐν σπουδῇ, Ὅμ.· ἀμέσως, ταχέως, Ὀδ. Ο. 216· ὡσαύτως ἐν Αἰσχύλ. Πρ. 1060, Πέρσ. 392· θοώτερον Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1406. ΙΙ. ἐν Ὀδ. Ο. 299, νῆσοι θοαί, αἱ Ἐχινάδες, αἱ ὀξὺ ἢ ἀκανθοειδὲς ἔχουσαι σχῆμα (ὡς βελόναι), ὁπόθεν μάλιστα ἔχουσι καὶ τὸ ὄνομα Ἐχινάδες καὶ Ὀξεῖαι, πρβλ. Στράβ. 351, Λεξικ. Γεωγρ. ἐν λ. Ἐχινάδες· οὕτω παρὰ μεταγεν. Ἐπικ., θ. γόμφοι, ὀδόντες, πελέκεις Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 79, Γ. 1281, Δ. 1683, καὶ πρβλ. θοόω. (ἡ ῥίζα τοῦ θοὸς Ι. εἶναι ΘΕF, θέω (θεύσομαι), πρβλ. Σανσκρ. dhâv-âmi (τρέχω): - τὸ θοὸς ΙΙ. πιθανῶς ἔχει σχέσιν πρὸς τὴν ῥίζαν τοῦ θήγω.)
English (Autenrieth)
(θέω): swift, quick; of night, ‘swift-descending,’ because night in the countries of the Mediterranean follows the setting of the sun more speedily than with us (cf. Od. 2.388); θοαὶ νῆσοι, islands ‘swiftly flitting by’ and sinking in the horizon, Od. 15.299.— Adv., θοῶς.
English (Slater)
θοός (-ᾶς, -ᾷ, -άν, -αί, -ᾶν, -αῖς, -άς; -ῷ, -όν) swift σὺν ἅρματι θοῷ (O. 1.110) θοᾶς ἐκ ναὸς (O. 6.101) ἅρμα θοὸν (O. 8.49) θοαὶ νᾶες (O. 12.3) “ἵππους θοάς” (P. 4.17) “θοᾶς Ἀργοῦς” (P. 4.25) ναυσὶ θοαῖς (P. 5.87) θοαῖς ἂν ναυσὶ (N. 7.28) θοᾶν ἵππων ἐλάτειραν fr. 89a. 3. τέρπεται δὲ καί τις ἐπ' οἶδμ ἅλιον ναΐ θοᾷδιαστείβων† (θοᾶ, θοσῶν codd. Sext. Emp.: θοᾷ σῶς Fabricius) fr. 221. 5 of a spear, ἐφορμαθεὶς δ' ἄῤ ἄκοντι θοῷ (N. 10.69), transf., ἄκονθ' ὥτε χαλκοπάρᾳον ὄρσαι θοὰν γλῶσσαν (cave interpreteris ὀξεῖαν, cf. Buttman, Lexilog., s. v.) (N. 7.72) generally, θοαῖς ἐν μαχαῖς quick moving (P. 8.26) Ὀλυμπίᾳ τ' ἀγώνων πολυφάτων ἔσχον θοὰν ἀκτῖνα σὺν ἵπποις ( speeding brilliance: θοὰν transf. from ἵπποις) (P. 11.48) πιτνάντες θοὰν κλίμακ' οὐρανὸν ἐς αἰπύν (= θοῶς, cf. Cram., An. Ox. (I. 201.14), τὴν μεγάλην δηλόνοτι· θοός σημαίνει δὲ καὶ τὸ μέγας, quam doctrinam a grammaticis propagatam falsam fuisse censeas) fr. 162. ]πανθοο[ (Pae. 6.74)
Spanish
Greek Monolingual
(I)
θοός, -ή, -όν (Α) θέω (ποιητ. τ.)
1. δραστήριος, ευκίνητος ταχύς, ενεργητικός
2. (επίθ. για τα πολεμικά πλοία) ελαφρός, ταχύς («νηυσὶ θοῇσιν», Ομ. Οδ.)
3. φρ. α) «θοὴ νύξ» — η νύχτα, επειδή έρχεται αιφνίδια, γρήγορα μετά τη δύση του ηλίου, β) «θοήν ἀλεγύνετε δαῖτα» — να ετοιμάσετε γρήγορα γεύμα, Σοφ.
γ) «θοῆς εἰρεσίας ζυγόν» — ο ζυγός της γρήγορης κωπηλασίας (Σοφ.).
επίρρ...
θοῶς (Α)
γρήγορα, αμέσως.
(II)
θοός, -ή, -όν (Α)
οξύς, μυτερός, κοφτερός, με οξύ, βελονοειδές ή ακανθοειδές σχήμα («νῆσοι θοαί» — οι Εχινάδες, επειδή τα νησιά αυτά έχουν οξύ, βελονοειδές σχήμα, Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].
Greek Monotonic
θοός: ἡ, -όν (θέω, τρέχω),
I. ταχύς, οξύς, ευκίνητος, δραστήριος, ευεργητικός, σε Ομήρ. Ιλ.· θοὴ νύξ, γρήγορα, αιφνίδια νύχτα, επειδή οδηγούσε άρμα ή ερχόταν ξαφνικά, σε Όμηρ.· θοὴν ἀλεγύνετε δαῖτα, ετοιμάστε γρήγορο, πρόχειρο γεύμα, σε Ομήρ. Οδ., κ.λπ.· επίρρ. θοῶς, γρήγορα, βιαστικά, σε Όμηρ.· σύντομα, σε Ομήρ. Οδ.
II. λέγεται για τις Εχινάδες, νησιά που έχουν κοφτερό σχήμα, στο ίδ.
Frisk Etymological English
1. Meaning: quick
See also: s. θέω.
2.
Grammatical information: adj.
Meaning: sharp in νήσοισι ἐπιπροέηκε Θοῃ̃σιν (ο 299); cf. Str. 8, 3, 26 Θοὰς δε εἴρηκε τὰς Όξείας κτλ. (s. Bechtel Lex. s. v.), hell. a. late of γόμφοι, ὀδόντες, πελέκεις, ξίφος (A. R., AP).
Derivatives: Factitive aorist ἐθόωσα I made a point on (ι 327), perf. ptc. pass. τεθοωμένος (Nic., Opp.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: No certain connection. Schulze KZ 29, 261 = Kl. Schr. 370 compared Skt. dhā́rā cutting edge, blade (of a sword).
Middle Liddell
θοός, ή, όν [θέω to run]
I. quick, nimble, active, Il.; θοὴ νύξ swift Night, because she drove a car, or came on suddenly, Hom.; θοὴν ἀλεγύνετε δαῖτα prepare a hasty meal, Od., etc.:—adv. θοῶς, quickly, in haste, Hom.; soon, Od.
II. of the Echinades, islands with sharp-peaks, Od.
Frisk Etymology German
θοός: 1.
{thoós}
Meaning: schnell
See also: s. θέω.
Page 1,677
2.
{thoós}
Meaning: scharf in νήσοισι ἐπιπροέηκε Θοῇσιν (ο 299); vgl. Str. 8, 3, 26 Θοὰς δὲ εἴρηκε τὰς Ὀξείας κτλ. (s. Bechtel Lex. s. v.), hell. u. spät von γόμφοι, ὀδόντες, πελέκεις, ξίφος (A. R., AP).
Derivative: Davon der faktitive Aorist ἐθόωσα ich spitzte zu (ι 327), Perf. Ptz. Pass. τεθοωμένος (Nik., Opp. u. a.).
Etymology: Keine sichere Anknüpfung. Schulze KZ 29, 261 = Kl. Schr. 370 vergleicht aind. dhā́rā Schneide, Klinge.
Page 1,678
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=γρήγορος). Ἀπό τό θέω (=τρέχω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Léxico de magia
-όν rápido de Selene ἐνεύχομαί σοι, δαιδάλη καἰπή, θοή a ti te suplico, astuta y arrogante, rápida P IV 2266
Translations
quick
Afrikaans: vinnig; Andi: ххеххи; Arabic: سَرِيع; Egyptian Arabic: سريع; Armenian: արագ; Assyrian Neo-Aramaic: ܓ̰ܲܠܕܹܐ; Asturian: rápidu; Avar: хехаб; Azerbaijani: yeyin, çapıq, iti, sürətli; Bashkir: тиҙ, шәп; Basque: azkar; Belarusian: хуткі, быстры; Bulgarian: бърз; Burmese: မြန်; Buryat: хурдан; Catalan: ràpid, veloç; Chechen: сиха; Chinese Cantonese: 快; Mandarin: 快; Czech: rychlý; Danish: hurtig; Dutch: snel, vlug, rap, kwiek, gezwind; Esperanto: rapida; Even: хинма; Evenki: хима, химамэ; Faroese: skjótur; Finnish: nopea; French: rapide; Galician: rápido; Georgian: სწრაფი, ჩქარი, ცქვიტი, მარდი; German: schnell, geschwind, pfeilschnell, pfeilgeschwind, behend, flink; Alemannic German: gaach, trawig, schnëll, gschwind, gleitig, hurtig, gnoot; Greek: γρήγορος, ταχύς; Ancient Greek: ταχύς, θοός; Greenlandic: sukkavoq; Guaraní: pya'e; Hebrew: מהיר; Higaonon: madali; Hindi: तेज़, तीव्र; Hungarian: gyors, sebes; Icelandic: hraður, hraðskreiður, skjótur, snöggur, kvikur, fljótur, ör; Ido: rapida; Indonesian: cepat; Ingush: сиха; Irish: luath, mear; Italian: veloce, rapido, rapida; Japanese: 速い; Kabardian: псынщӏэ; Kalmyk: хурдн; Khmer: លឿន, ឆាប់; Korean: 빠르다; Kurdish Central Kurdish: خێرا; Northern Kurdish: lezgîn, zû, bilez; Laboya: yayarri, ngattana, ngingata, payarta, geha, giggara; Ladino: presto, prestozo; Lao: ເລວ, ໄວ, ຮັນ; Latin: celer, celox, velox, rapidus; Latvian: ātrs, ašs, straujš, knašs, žigls, nasks; Lithuanian: greitas, greita; Low German: snell, swind, swinn, dallig; Luxembourgish: séier; Macedonian: брз; Malay: laju; Manchu: ᡥᡡᡩᡠᠨ; Maori: tere; Mongolian: хурдан; Nepali: तेज, छिटो, द्रुत, तीव्र; Norman: rapide, vite; Norwegian: rask, kjapp; Bokmål: hurtiggående; Occitan: rapid, velòç; Old English: hræd; Persian: تند, فرز, تیز; Plautdietsch: schwind, flinkj, flott; Polish: szybki, prędki, błyskawiczny, bystry, chyży; Portuguese: rápido, veloz; Romanian: rapid, iute, grăbit, repede; Russian: быстрый, скорый, скоростной; Sanskrit: आशु, रघु, जव, ऋज्र; Scottish Gaelic: luath; Serbo-Croatian Croatian: бр̑з; Roman: bȓz; Slovak: rýchly; Slovene: híter; Spanish: rápido; Swabian: schleunig, dapferle; Swahili: haraka; Swedish: snabb, kvick; Tagalog: mabilis; Tajik: тез, зуд, тунд; Tamil: வேகமான; Telugu: త్వరగా; Thai: เร็ว; Tibetan: མགྱོགས་པོ; Tok Pisin: kwik; Turkish: hızlı; Tuvan: дүрген; Ukrainian: швидкий, прудкий, бистрий; Urdu: تیز; Vietnamese: mau, nhanh, lẹ, chóng; Volapük: vifik, sagitavifik; Welsh: buan, cyflym, clau; White Hmong: ceev; Yiddish: גיך, פֿלינק; Zazaki: pêt
sharp
Aklanon: talum; American Sign Language: Open8@BackHand-PalmDown-FlatB@CenterChesthigh-PalmDown Open8@NearBackHand-PalmDown; Arabic: حَاد; Armenian: սուր; Aromanian: tãljos; Assamese: ধাৰ, চোকা; Azerbaijani: iti; Bashkir: үткер; Bau Bidayuh: biroja'; Bavarian: scharf; Bikol Central: matarom; Belarusian: востры; Bulgarian: остър; Burmese: ချွန်, ချွန်ထက်; Catalan: esmolat, agut; Chechen: ира; Chinese Mandarin: 銳利, 锐利; Czech: ostrý; Danish: skarp, spids; Dutch: scherp; Erzya: пшти; Esperanto: akra; Even: эмэр; Evenki: эмэр; Faroese: hvassur; Finnish: terävä; French: affilé, coupant, affuté, tranchant, acéré, effilé, aigu; Friulian: učât, spuntît, spiçât; Georgian: მახვილი; German: scharf; Greek: κοφτερός; Ancient Greek: ὀξύς; Hebrew: חַד, שָׁנוּן; Higaonon: magalang; Hungarian: éles; Icelandic: hvass; Ido: akuta; Indonesian: tajam; Ingush: ира; Irish: géar, aichear, faobhrach; Italian: affilato, aguzzo; Japanese: 鋭い, 鋭利な, 犀利な; Javanese: landhep; Kabuverdianu: afiadu, afióde; Kapampangan: mataram; Kashubian: òstri; Khmer: មុត; Korean: 날카로운; Krio: shap; Kurdish Central Kurdish: تیژ; Northern Kurdish: tûj; Ladino: aguzado; Latgalian: oss; Latin: acer, acutus; Latvian: ass, asa; Lithuanian: aštrus; Lombard: guzz, güss; Macedonian: остар; Maguindanao: magarang; Malay: tajam; Manchu: ᡩᠠᠴᡠᠩᡤᠠ; Mansaka: tarum; Maranao: magarang; Mongolian: хурц; Classical Mongolian: ᠬᠤᠷᠴᠠ; Navajo: deení; Norwegian: skarp; Occitan: agusat, agut; Old English: scearp; Old Javanese: tajĕm; Oscan: 𐌀𐌊𐌓𐌉; Ossetian: цыргъ; Persian: تیز; Plautdietsch: schoap; Polish: ostry; Portuguese: afiado, aguçado, agudo; Rapa Nui: ka'i; Romanian: ascuțit; Russian: острый; Sanskrit: तीक्ष्ण; Scottish Gaelic: geur, biorach, searbh; Serbo-Croatian Cyrillic: о̀шта̄р; Roman: òštār; Slovak: ostrý; Slovene: oster; Sorbian Lower Sorbian: wótšy; Upper Sorbian: wótry; Spanish: agudo, afilado, filoso; Sundanese: seukeut; Swedish: skarp, vass; Tagalog: matalim; Tamil: கூரான; Telugu: పదునైన; Tetum: kroat; Thai: คม; Turkish: keskin; Ukrainian: гострий; Vietnamese: sắc, bén; Walloon: côpant, awijhî; Welsh: miniog; Western Bukidnon Manobo: garang; White Hmong: ntse; Yakut: сытыы; Yiddish: שאַרף; Zealandic: scherp; ǃXóõ: ǃqáũ
pointed
Armenian: սուր; Aromanian: sumigos; Bikol Central: mapanas; Bulgarian: заострен; Czech: ostrý; Dutch: scherp, puntig, gepunt; Esperanto: akra; Faroese: spískur; Finnish: terävä; French: affuté, pointu; German: spitz, scharf; Greek: αιχμηρός; Hebrew: חַד; Ilocano: dakap; Indonesian: tajam; Irish: géar, biorach; Italian: appuntito; Kabuverdianu: afiadu, afióde; Khmer: ស្រួច; Latvian: ass, asa; Macedonian: остар; Norwegian: spiss; Persian: تیز; Polish: ostry; Portuguese: pontudo, pontiagudo; Rapa Nui: ka'i; Romanian: ascuțit; Russian: острый; Sanskrit: तिग्म; Scottish Gaelic: rinn-gheur, biorach, guineach; Slovene: oster; Sorbian Lower Sorbian: wótšy; Upper Sorbian: wótry; Spanish: filoso; Sundanese: seukeut; Swedish: vass; Tagalog: matulis; Thai: แหลม; Turkish: sivri; Ukrainian: гострий; White Hmong: ntse; Yiddish: שאַרף