θωρακικός: Difference between revisions

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
(6_11)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θωρᾱκικός''': -ή, -όν, πάσχων νόσον τοῦ θώρακος, «[[στηθικός]]», Ἀέτ. σ. 167, 7.
|lstext='''θωρᾱκικός''': -ή, -όν, πάσχων νόσον τοῦ θώρακος, «[[στηθικός]]», Ἀέτ. σ. 167, 7.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[θωρακικός]], -ή, -όν) [[θώραξ]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θώρακα («θωρακικοί σπόνδυλοι»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα θωρακικά</i><br />[[τάξη]] θυσανόποδων καρκινοειδών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που πάσχει από νόσο του θώρακα, αυτός που έχει στηθικό [[νόσημα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «θωρακικά μόρια» και «θωρακικά» — τα μόρια του σώματος που ανήκουν στον θώρακα.
}}
}}

Revision as of 06:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θωρᾱκικός Medium diacritics: θωρακικός Low diacritics: θωρακικός Capitals: ΘΩΡΑΚΙΚΟΣ
Transliteration A: thōrakikós Transliteration B: thōrakikos Transliteration C: thorakikos Beta Code: qwrakiko/s

English (LSJ)

ή, όν

   A suffering in the chest, Aët.8.63.    II -ικά, τά, with or without μόρια, region of the thorax, Pall.in Hp.2.97, 102 D.

German (Pape)

[Seite 1230] an der Brust leidend, sp. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

θωρᾱκικός: -ή, -όν, πάσχων νόσον τοῦ θώρακος, «στηθικός», Ἀέτ. σ. 167, 7.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α θωρακικός, -ή, -όν) θώραξ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θώρακα («θωρακικοί σπόνδυλοι»)
νεοελλ.
ζωολ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα θωρακικά
τάξη θυσανόποδων καρκινοειδών
αρχ.
1. αυτός που πάσχει από νόσο του θώρακα, αυτός που έχει στηθικό νόσημα
2. φρ. «θωρακικά μόρια» και «θωρακικά» — τα μόρια του σώματος που ανήκουν στον θώρακα.