θηριονάρκη: Difference between revisions

From LSJ
(6_11)
(17)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''θηριονάρκη''': ἡ, φυτὸν [[ὅπερ]] ναρκώνει τοὺς ὄφεις, Πλίν. 24. 102, κτλ.
|lstext='''θηριονάρκη''': ἡ, φυτὸν [[ὅπερ]] ναρκώνει τοὺς ὄφεις, Πλίν. 24. 102, κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=[[θηριονάρκη]], ἡ (Α)<br />[[βότανο]] που επιφέρει [[νάρκη]] στα φίδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θηρίο]] <span style="color: red;">+</span> [[νάρκη]].
}}
}}

Revision as of 06:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηριονάρκη Medium diacritics: θηριονάρκη Low diacritics: θηριονάρκη Capitals: ΘΗΡΙΟΝΑΡΚΗ
Transliteration A: thērionárkē Transliteration B: thērionarkē Transliteration C: thirionarki Beta Code: qhriona/rkh

English (LSJ)

ἡ, a plant

   A that benumbs serpents, Nerium Oleander, Plin.HN24.163,25.113.

Greek (Liddell-Scott)

θηριονάρκη: ἡ, φυτὸν ὅπερ ναρκώνει τοὺς ὄφεις, Πλίν. 24. 102, κτλ.

Greek Monolingual

θηριονάρκη, ἡ (Α)
βότανο που επιφέρει νάρκη στα φίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + νάρκη.