θερμαντός: Difference between revisions
From LSJ
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
(6_10) |
(17) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θερμαντός''': -ή, -όν, ἐπιδεκτικός θερμότητος, Ἀριστ. Φυσ. 5. 1, 2· πρβλ. [[θερμαντικός]]. | |lstext='''θερμαντός''': -ή, -όν, ἐπιδεκτικός θερμότητος, Ἀριστ. Φυσ. 5. 1, 2· πρβλ. [[θερμαντικός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[θερμαντός]], -ή, -όν (Α) [[θερμαίνω]]<br />αυτός που μπορεί να θερμανθεί. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:36, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A capable of being heated, Arist.Ph.224a30.
German (Pape)
[Seite 1201] erwärmbar, Arist. Metaph. 4, 15.
Greek (Liddell-Scott)
θερμαντός: -ή, -όν, ἐπιδεκτικός θερμότητος, Ἀριστ. Φυσ. 5. 1, 2· πρβλ. θερμαντικός.
Greek Monolingual
θερμαντός, -ή, -όν (Α) θερμαίνω
αυτός που μπορεί να θερμανθεί.