ἰαμβοειδής: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
(6_7)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰαμβοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς ἴαμβον, Ἀριστείδ. Κοϊντιλ. σ. 39. 40.
|lstext='''ἰαμβοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς ἴαμβον, Ἀριστείδ. Κοϊντιλ. σ. 39. 40.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἰαμβοειδής]], -ές (Α)<br />αυτός που μοιάζει με ίαμβο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ίαμβος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[είδος]])].
}}
}}

Revision as of 06:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰαμβοειδής Medium diacritics: ἰαμβοειδής Low diacritics: ιαμβοειδής Capitals: ΙΑΜΒΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: iamboeidḗs Transliteration B: iamboeidēs Transliteration C: iamvoeidis Beta Code: i)amboeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A like an iambus, Aristid.Quint.1.17.

German (Pape)

[Seite 1233] ές, einem Jambus ähnlich, Arist. Quint.

Greek (Liddell-Scott)

ἰαμβοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς ἴαμβον, Ἀριστείδ. Κοϊντιλ. σ. 39. 40.

Greek Monolingual

ἰαμβοειδής, -ές (Α)
αυτός που μοιάζει με ίαμβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ίαμβος + -ειδής (< είδος)].