ιζηματογενής: Difference between revisions

From LSJ

Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt

Menander, Monostichoi, 322
(17)
(No difference)

Revision as of 06:36, 29 September 2017

Greek Monolingual

-ές
γεωλ.
1. αυτός που έχει τα χαρακτηριστικά ενός ιζήματος το οποίο προκύπτει από μια ιζηματογένεση
2. φρ. «ιζηματογενή πετρώματα» — τα λιθοποιημένα αντίστοιχα τών ιζημάτων, τα οποία σχηματίζονται στην ξηρά ή στους πυθμένες θαλάσσιων και λιμναίων λεκανών και είναι αποτέλεσμα της διάβρωσης προϋπαρχόντων πετρωμάτων, της δράσης τών ζωντανών οργανισμών καθώς και τών φυσικών, χημικών και φυσικοχημικών φαινομένων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. sedimentaire < sediment «ίζημα». Η λ. μαρτυρείται από το 1866 στον Αναστ. Κ. Χρηστομάνο].