ετεροσκελής: Difference between revisions

From LSJ

Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn

Menander, Monostichoi, 524
(14)
(No difference)

Revision as of 06:36, 29 September 2017

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ ἑτεροσκελής, -ές)
νεοελλ.-μσν.
(για ανθρώπους) αυτός που έχει το ένα μόνο από τα δύο πόδια, ο ανισοσκελής, ο ετερόπους, ο χωλός, ο κουτσός
νεοελλ.
φρ. «ετεροσκελής ισολογισμός»
α) ο ισολογισμός που περιέχει μόνο το κεφάλαιο τών εσόδων ή τών εξόδων
β) ο ισολογισμός στον οποίο οι εισπράξεις δεν εξισούνται προς τις δαπάνες (αντί του ανισοσκελής)
αρχ.
(για τρίγωνο) αυτός που έχει τα σκέλη άνισα, ο ανισοσκελής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -σκελής (< σκέλος), πρβλ. ισο-σκελής].