Ιταλιώτης: Difference between revisions

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
(18)
(No difference)

Revision as of 06:37, 29 September 2017

Greek Monolingual

Ἰταλιώτης, ὁ (Α)
Έλληνας κάτοικος της Ιταλίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ἰταλία + κατάλ. -ιώτης (πρβλ. Αιγυπτ-ιώτης, Σιχελ-ιώτης)].