καθιλαρύνω: Difference between revisions

From LSJ

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554
(6_7)
(18)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''καθῐλᾰρύνω''': ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ἱλαρύνω, Σουΐδ.· καθιλαρεύομαι, = ἱλαρύνομαι, Βασίλ. III. 257Β.
|lstext='''καθῐλᾰρύνω''': ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ἱλαρύνω, Σουΐδ.· καθιλαρεύομαι, = ἱλαρύνομαι, Βασίλ. III. 257Β.
}}
{{grml
|mltxt=[[καθιλαρύνω]] (Α)<br />(επιτατ. του [[ιλαρύνω]]) [[ευχαριστώ]], [[ευφραίνω]], [[φαιδρύνω]] κάποιον, [[χαροποιώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἱλαρύνω</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἱλαρός]])].
}}
}}

Revision as of 06:37, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1286] verstärktes simplex, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

καθῐλᾰρύνω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ἱλαρύνω, Σουΐδ.· καθιλαρεύομαι, = ἱλαρύνομαι, Βασίλ. III. 257Β.

Greek Monolingual

καθιλαρύνω (Α)
(επιτατ. του ιλαρύνω) ευχαριστώ, ευφραίνω, φαιδρύνω κάποιον, χαροποιώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἱλαρύνω (< ἱλαρός)].