κακοθέρειος: Difference between revisions

From LSJ

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source
(6_17)
(18)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κᾰκοθέρειος''': -ον, ἔχων κακὸν [[θέρος]], Ἄσκρην [[χωρίον]] τῶν Βοιωτῶν δυσχείμερόν τε καὶ κακοθέρειον Τζέτζ. Προλεγ. εἰς Ἡσίοδον τόμ. 3, σ. 12, ἔκδ. Gaisf.
|lstext='''κᾰκοθέρειος''': -ον, ἔχων κακὸν [[θέρος]], Ἄσκρην [[χωρίον]] τῶν Βοιωτῶν δυσχείμερόν τε καὶ κακοθέρειον Τζέτζ. Προλεγ. εἰς Ἡσίοδον τόμ. 3, σ. 12, ἔκδ. Gaisf.
}}
{{grml
|mltxt=[[κακοθέρειος]], -ον (Μ)<br />αυτός που έχει [[κακό]] [[θέρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[θέρειος]] (<span style="color: red;"><</span> [[θέρος]])].
}}
}}

Revision as of 06:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοθέρειος Medium diacritics: κακοθέρειος Low diacritics: κακοθέρειος Capitals: ΚΑΚΟΘΕΡΕΙΟΣ
Transliteration A: kakothéreios Transliteration B: kakothereios Transliteration C: kakothereios Beta Code: kakoqe/reios

English (LSJ)

ον,

   A with a bad summer, Tz.Proll.Hes. p.12.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκοθέρειος: -ον, ἔχων κακὸν θέρος, Ἄσκρην χωρίον τῶν Βοιωτῶν δυσχείμερόν τε καὶ κακοθέρειον Τζέτζ. Προλεγ. εἰς Ἡσίοδον τόμ. 3, σ. 12, ἔκδ. Gaisf.

Greek Monolingual

κακοθέρειος, -ον (Μ)
αυτός που έχει κακό θέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + θέρειος (< θέρος)].