διαγραφεύς: Difference between revisions

From LSJ

ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)

Source
(big3_11)
(9)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-έως, ὁ<br /><b class="num">1</b> [[escritor]] ἠθῶν δ. Marcellin.<i>Vit.Thuc</i>.51.<br /><b class="num">2</b> [[registrador de propiedades tasables]], Hyp.<i>Fr</i>.152, cf. Harp.s.u. [[διάγραμμα]], Sud.s.u. [[διάγραμμα]].
|dgtxt=-έως, ὁ<br /><b class="num">1</b> [[escritor]] ἠθῶν δ. Marcellin.<i>Vit.Thuc</i>.51.<br /><b class="num">2</b> [[registrador de propiedades tasables]], Hyp.<i>Fr</i>.152, cf. Harp.s.u. [[διάγραμμα]], Sud.s.u. [[διάγραμμα]].
}}
{{grml
|mltxt=[[διαγραφεύς]], ο (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που περιγράφει<br /><b>2.</b> αυτός που κάνει [[διάγραμμα]] και, ιδιαίτερα στην Αθήνα, αυτός που καταστρώνει οικονομικό [[διάγραμμα]] ή [[διάγραμμα]] τών φόρων.
}}
}}

Revision as of 06:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαγρᾰφεύς Medium diacritics: διαγραφεύς Low diacritics: διαγραφεύς Capitals: ΔΙΑΓΡΑΦΕΥΣ
Transliteration A: diagrapheús Transliteration B: diagrapheus Transliteration C: diagrafeys Beta Code: diagrafeu/s

English (LSJ)

έως, ὁ,

   A one who makes a διάγραμμα: at Athens, one who drew up a register of taxable properties, Harp. s.v. διάγραμμα.    2 describer, ἠθῶν δ. Marcellin.Vit. Thuc.51.

Greek (Liddell-Scott)

διαγρᾰφεύς: έως, ὁ, ὁ ποιῶν διάγραμμα· ἐν Ἀθήναις, ὁ καταστρώνων διάγραμμα οἰκονομικὸν ἢ τῶν φόρων, Ἁρπ. ἐν λ. διάγραμμα ΙΙ. 2) ὁ περιγράφων, ἠθῶν δ. Μαρκελλῖν. ἐν βίῳ Θουκ. σ. XVI Bekk.

Spanish (DGE)

-έως, ὁ
1 escritor ἠθῶν δ. Marcellin.Vit.Thuc.51.
2 registrador de propiedades tasables, Hyp.Fr.152, cf. Harp.s.u. διάγραμμα, Sud.s.u. διάγραμμα.

Greek Monolingual

διαγραφεύς, ο (Α)
1. αυτός που περιγράφει
2. αυτός που κάνει διάγραμμα και, ιδιαίτερα στην Αθήνα, αυτός που καταστρώνει οικονομικό διάγραμμα ή διάγραμμα τών φόρων.