ἐρευγόβιος: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist

Menander, Monostichoi, 563
(6_17)
(14)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐρευγόβιος''': -ον, ὁ διάγων τὸν βίον ἐρευγόμενος, [[γαστρίμαργος]], Γρηγ. Ναζ. Ἐπιγρ. 172.
|lstext='''ἐρευγόβιος''': -ον, ὁ διάγων τὸν βίον ἐρευγόμενος, [[γαστρίμαργος]], Γρηγ. Ναζ. Ἐπιγρ. 172.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐρευγόβιος]], -ον (Α)<br />αυτός που περνά τον βίο του ρευόμενος, ο [[λαίμαργος]], ο [[κοιλιόδουλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ερεύγομαι]] (I) <span style="color: red;">+</span> [[βίος]].
}}
}}

Revision as of 06:37, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1025] ein Schlemmer, Gregor. Naz. ep. (VIII, 172).

Greek (Liddell-Scott)

ἐρευγόβιος: -ον, ὁ διάγων τὸν βίον ἐρευγόμενος, γαστρίμαργος, Γρηγ. Ναζ. Ἐπιγρ. 172.

Greek Monolingual

ἐρευγόβιος, -ον (Α)
αυτός που περνά τον βίο του ρευόμενος, ο λαίμαργος, ο κοιλιόδουλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερεύγομαι (I) + βίος.