γνωμάτευμα: Difference between revisions

From LSJ

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source
(b)
 
(8)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0498.png Seite 498]] τό, das Erkenntniß, Urtheil, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0498.png Seite 498]] τό, das Erkenntniß, Urtheil, Sp.
}}
{{ls
|lstext='''γνωμάτευμα''': τό, [[κρίσις]], [[ἀπόφθεγμα]], γνωμικόν, Εὐστ. Πονημ. 98. 16.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[máxima]], [[sentencia]] Eust.202.11, cf. <i>Op</i>.319.30.
}}
{{grml
|mltxt=το (Μ [[γνωμάτευμα]]) [[γνωματεύω]]<br />γνωμικό, [[απόφθεγμα]].
}}
}}

Latest revision as of 06:38, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 498] τό, das Erkenntniß, Urtheil, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

γνωμάτευμα: τό, κρίσις, ἀπόφθεγμα, γνωμικόν, Εὐστ. Πονημ. 98. 16.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
máxima, sentencia Eust.202.11, cf. Op.319.30.

Greek Monolingual

το (Μ γνωμάτευμα) γνωματεύω
γνωμικό, απόφθεγμα.