καρχηδονιακός: Difference between revisions

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
(19)
(No difference)

Revision as of 06:38, 29 September 2017

Greek Monolingual

και καρχηδονικός, -ή, -ό (Α καρχηδονιακός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αρχαία πόλη Καρχηδόνα («ο πρώτος καρχηδονιακός πόλεμος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Καρχηδών, -όνος + κατάλ. -ιακός (πρβλ. κυπρ-ιακός, συρ-ιακός)].