καπνικός: Difference between revisions

From LSJ

τί ἥδιστον, τὸ ἐπιτυγχάνειν → what's pleasant, to get the goal

Source
(a)
 
(19)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1323.png Seite 1323]] von Rauch, rauchig, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1323.png Seite 1323]] von Rauch, rauchig, Sp.
}}
{{ls
|lstext='''καπνικός''': -ή, -όν, προφυλακτικὸς καπνοῦ, καὶ [[ῥῖψις]]... καπνικοῦ καλύματος τοῦ περὶ τὴν κεφαλὴν Εὐστ. Πονημάτ. 279. 85· τὸ καπνικόν, [[φόρος]] τῶν καπνοδόχων, Θεοφάν. 756, 6 (τὴν λειτουργίαν ἣν παρεῖχεν ὑπέρ καπνοῦ, Μαλάλ. 246, 17).
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Μ [[καπνικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον καπνό ή αυτός που προέρχεται από καπνό («καπνικό [[ζήτημα]]»)<br /><b>μσν.</b><br />(στο Βυζάντιο) <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ καπνικόν</i><br />ο [[φόρος]] του καπνού.
}}
}}

Latest revision as of 06:38, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1323] von Rauch, rauchig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καπνικός: -ή, -όν, προφυλακτικὸς καπνοῦ, καὶ ῥῖψις... καπνικοῦ καλύματος τοῦ περὶ τὴν κεφαλὴν Εὐστ. Πονημάτ. 279. 85· τὸ καπνικόν, φόρος τῶν καπνοδόχων, Θεοφάν. 756, 6 (τὴν λειτουργίαν ἣν παρεῖχεν ὑπέρ καπνοῦ, Μαλάλ. 246, 17).

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ καπνικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον καπνό ή αυτός που προέρχεται από καπνό («καπνικό ζήτημα»)
μσν.
(στο Βυζάντιο) το ουδ. ως ουσ. τὸ καπνικόν
ο φόρος του καπνού.