κάρτων: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
(7)
 
(19)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=ka/rtwn
|Beta Code=ka/rtwn
|Definition=Dor. for <b class="b3">κρείττων</b>, <span class="title">Leg.Gort.</span>1.15.
|Definition=Dor. for <b class="b3">κρείττων</b>, <span class="title">Leg.Gort.</span>1.15.
}}
{{grml
|mltxt=[[κάρτων]] (Α)<br />δωρ. τ. [[αντί]] [[κρείττων]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δωρ. τ. συγκριτικού βαθμού του επιθ. [[αγαθός]]. Ο τ. <i>κάρτ</i>-<i>ων</i> σχηματίστηκε αναλογικά [[προς]] τον τ. <i>καρτ</i>-<i>ερός</i>].
}}
}}

Revision as of 06:38, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάρτων Medium diacritics: κάρτων Low diacritics: κάρτων Capitals: ΚΑΡΤΩΝ
Transliteration A: kártōn Transliteration B: kartōn Transliteration C: karton Beta Code: ka/rtwn

English (LSJ)

Dor. for κρείττων, Leg.Gort.1.15.

Greek Monolingual

κάρτων (Α)
δωρ. τ. αντί κρείττων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. συγκριτικού βαθμού του επιθ. αγαθός. Ο τ. κάρτ-ων σχηματίστηκε αναλογικά προς τον τ. καρτ-ερός].