δακτυλεύς: Difference between revisions
From LSJ
λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες → staking distant ventures on nice balancings
(big3_10) |
(8) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-έως, ὁ<br />ict. [[múgil]], [[mújol]] τὰ δὲ τῶν δακτυλέων (εἴδη) τὸ πλάτος ἔχει ἔλασσον τῶν δυεῖν δακτύλων Euthydemus en Ath.307b. | |dgtxt=-έως, ὁ<br />ict. [[múgil]], [[mújol]] τὰ δὲ τῶν δακτυλέων (εἴδη) τὸ πλάτος ἔχει ἔλασσον τῶν δυεῖν δακτύλων Euthydemus en Ath.307b. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δακτυλεύς]], ο (Α)<br />θαλασσινό [[ψάρι]], [[είδος]] κεστρέως σφυρίδας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δάκτυλος]]. Η [[ονομασία]] του ψαριού οφείλεται στο ιδιαίτερα [[λεπτό]] του [[σχήμα]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 06:39, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 520] ὁ, eine Art Meerfisch, Ath. VII, 307 b.
Greek (Liddell-Scott)
δακτυλεύς: έως, ὁ, θαλάσσιος ἰχθύς, εἶδος κεστρέως, Ἀθήν. 307Β.
Spanish (DGE)
-έως, ὁ
ict. múgil, mújol τὰ δὲ τῶν δακτυλέων (εἴδη) τὸ πλάτος ἔχει ἔλασσον τῶν δυεῖν δακτύλων Euthydemus en Ath.307b.
Greek Monolingual
δακτυλεύς, ο (Α)
θαλασσινό ψάρι, είδος κεστρέως σφυρίδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάκτυλος. Η ονομασία του ψαριού οφείλεται στο ιδιαίτερα λεπτό του σχήμα].