εὐωχητικός: Difference between revisions
From LSJ
πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me
(6_10) |
(15) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐωχητικός''': -ή, -όν, εἰς εὐωχίαν ἀνήκων, Γλωσσ. | |lstext='''εὐωχητικός''': -ή, -όν, εἰς εὐωχίαν ἀνήκων, Γλωσσ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εὐωχητικός]], -ή, -όν (Α) [[ευωχητής]]<br />αυτός που αναφέρεται σε [[ευωχία]], σε [[συμπόσιο]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:39, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A festive, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1112] zum Schmausen gehörig.
Greek (Liddell-Scott)
εὐωχητικός: -ή, -όν, εἰς εὐωχίαν ἀνήκων, Γλωσσ.
Greek Monolingual
εὐωχητικός, -ή, -όν (Α) ευωχητής
αυτός που αναφέρεται σε ευωχία, σε συμπόσιο.