αρρητοτρόπως: Difference between revisions
From LSJ
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
(6) |
(No difference)
|
Revision as of 06:39, 29 September 2017
Greek Monolingual
ἀρρητοτρόπως (Μ)
μυστηριωδώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρρητος + -τρόπως < τρόπος (πρβλ. ουτοτρόπως, ποικιλοτρόπως κ.ά.)].