κίσσωσις: Difference between revisions
From LSJ
Ξένοισι πιστοῖς πιστὸς ὢν γίγνου φίλος → Amicus esto fidus in fidum hospitem → Erweise treuen Fremden dich als treuer Freund
(6_5) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κίσσωσις''': Ἀττ. κίττ-, εως, ἡ, ἡ διὰ κισσοῦ [[στέψις]], Συλλ. Ἐπιγρ. 523. 21. | |lstext='''κίσσωσις''': Ἀττ. κίττ-, εως, ἡ, ἡ διὰ κισσοῦ [[στέψις]], Συλλ. Ἐπιγρ. 523. 21. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κίσσωσις]], αττ. τ. [[κίττωσις]], ἡ (Α) [[[κισσώ]] (II)]<br />η [[στέψη]] με κισσό. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:39, 29 September 2017
English (LSJ)
Att. κιττ-, εως, ἡ,
A crowning with ivy, Διονύσου IG22.1367.21 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1443] ἡ, das Bekränzen mit Epheu, Inscr. I p. 483.
Greek (Liddell-Scott)
κίσσωσις: Ἀττ. κίττ-, εως, ἡ, ἡ διὰ κισσοῦ στέψις, Συλλ. Ἐπιγρ. 523. 21.
Greek Monolingual
κίσσωσις, αττ. τ. κίττωσις, ἡ (Α) [[[κισσώ]] (II)]
η στέψη με κισσό.