Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κεντρωμάδα: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404
(20)
(No difference)

Revision as of 06:40, 29 September 2017

Greek Monolingual

η
1. εμβολιασμός δέντρου, κέντρωμα
2. το μέρος του δένδρου στο οποίο τοποθετείται το κέντρωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρωμα + κατάλ. -άδα, πρβλ. ασκημ-άδα, χαραμ-άδα].