καρύδι: Difference between revisions
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
(19) |
(No difference)
|
Revision as of 06:40, 29 September 2017
Greek Monolingual
το (AM καρύδιον, Μ καρύδιν)
ο καρπός του δένδρου καρυδιά
νεοελλ.
1. η προεξοχή που σχηματίζεται στο μέσο της τραχηλικής επιφάνειας του λάρυγγα, το μήλο του Αδάμ
2. φρ. α) «κάθε καρυδιάς καρύδι» — κάθε είδους άνθρωποι
β) «κούφια καρύδια» — ανοησίες, άσκοπα λόγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. καρύδιον < κάρυον + υποκορ. κατάλ. -ύδιον (πρβλ. συκ-ύδιον)].