κλαδεία: Difference between revisions

From LSJ

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112
(6_10)
(20)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κλᾰδεία''': ἡ, καὶ κλάδευσις, εως, ἡ, τὸ κλάδευμα τῆς ἀμπέλου, Γεωπ. 3. 14, Ἀκύλας ἐν Παλ. Διαθ. ἐν ᾌσμ. ᾈσμ. Β΄, 12· ― κλαδεύματα, τά, φύλλα ἀπεσπασμένα, Γλωσσ.
|lstext='''κλᾰδεία''': ἡ, καὶ κλάδευσις, εως, ἡ, τὸ κλάδευμα τῆς ἀμπέλου, Γεωπ. 3. 14, Ἀκύλας ἐν Παλ. Διαθ. ἐν ᾌσμ. ᾈσμ. Β΄, 12· ― κλαδεύματα, τά, φύλλα ἀπεσπασμένα, Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κλαδεία]], ἡ (Μ) [[κλαδεύω]]<br />η [[κλάδευση]].
}}
}}

Revision as of 06:40, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλᾰδεία Medium diacritics: κλαδεία Low diacritics: κλαδεία Capitals: ΚΛΑΔΕΙΑ
Transliteration A: kladeía Transliteration B: kladeia Transliteration C: kladeia Beta Code: kladei/a

English (LSJ)

ἡ,

   A pruning, of the vine, Gp.3.14.

Greek (Liddell-Scott)

κλᾰδεία: ἡ, καὶ κλάδευσις, εως, ἡ, τὸ κλάδευμα τῆς ἀμπέλου, Γεωπ. 3. 14, Ἀκύλας ἐν Παλ. Διαθ. ἐν ᾌσμ. ᾈσμ. Β΄, 12· ― κλαδεύματα, τά, φύλλα ἀπεσπασμένα, Γλωσσ.

Greek Monolingual

κλαδεία, ἡ (Μ) κλαδεύω
η κλάδευση.