κλαδεία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, pruning, of the vine, Gp.3.14.
Greek (Liddell-Scott)
κλᾰδεία: ἡ, καὶ κλάδευσις, εως, ἡ, τὸ κλάδευμα τῆς ἀμπέλου, Γεωπ. 3. 14, Ἀκύλας ἐν Παλ. Διαθ. ἐν ᾌσμ. ᾈσμ. Β΄, 12· ― κλαδεύματα, τά, φύλλα ἀπεσπασμένα, Γλωσσ.
Greek Monolingual
κλαδεία, ἡ (Μ) κλαδεύω
η κλάδευση.
German (Pape)
ἡ, = κλάδευσις, Geop.