κλαδεία

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλᾰδεία Medium diacritics: κλαδεία Low diacritics: κλαδεία Capitals: ΚΛΑΔΕΙΑ
Transliteration A: kladeía Transliteration B: kladeia Transliteration C: kladeia Beta Code: kladei/a

English (LSJ)

ἡ, pruning, of the vine, Gp.3.14.

Greek (Liddell-Scott)

κλᾰδεία: ἡ, καὶ κλάδευσις, εως, ἡ, τὸ κλάδευμα τῆς ἀμπέλου, Γεωπ. 3. 14, Ἀκύλας ἐν Παλ. Διαθ. ἐν ᾌσμ. ᾈσμ. Β΄, 12· ― κλαδεύματα, τά, φύλλα ἀπεσπασμένα, Γλωσσ.

Greek Monolingual

κλαδεία, ἡ (Μ) κλαδεύω
η κλάδευση.

German (Pape)

ἡ, = κλάδευσις, Geop.