κλεψίσοφος: Difference between revisions

From LSJ

μεγάλα ὠφελήσεσθε πρὸς ἱστορίαν τῶν κοινῶν → that will be of great benefit to you in order to understand public affairs

Source
(6_18)
 
(20)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''κλεψίσοφος''': -ον, προσποιούμενος τὸν σοφόν, κλεψίσοφοι νοθεύοντες τὰς γραφὰς Μεθόδ. σ. 376Β.
|lstext='''κλεψίσοφος''': -ον, προσποιούμενος τὸν σοφόν, κλεψίσοφοι νοθεύοντες τὰς γραφὰς Μεθόδ. σ. 376Β.
}}
{{grml
|mltxt=[[κλεψίσοφος]], -ον (AM)<br />αυτός που προσποιείται τον σοφό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κλεψί</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[κλέπτω]]) <span style="color: red;">+</span> -[[σοφός]] (<span style="color: red;"><</span> [[σοφός]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πάν</i>-<i>σοφος</i>, <i>φιλό</i>-<i>σοφος</i>. Σύνθ. του τύπου <i>τερψί</i>-<i>μβροτος</i>].
}}
}}

Revision as of 06:40, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

κλεψίσοφος: -ον, προσποιούμενος τὸν σοφόν, κλεψίσοφοι νοθεύοντες τὰς γραφὰς Μεθόδ. σ. 376Β.

Greek Monolingual

κλεψίσοφος, -ον (AM)
αυτός που προσποιείται τον σοφό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψί- (< κλέπτω) + -σοφός (< σοφός), πρβλ. πάν-σοφος, φιλό-σοφος. Σύνθ. του τύπου τερψί-μβροτος].