εὐρύσορος: Difference between revisions
From LSJ
γεγόναμεν γὰρ πρὸς συνεργίαν ὡς πόδες, ὡς χεῖρες, ὡς βλέφαρα, ὡς οἱ στοῖχοι τῶν ἄνω καὶ κάτω ὀδόντων. τὸ οὖν ἀντιπράσσειν ἀλλήλοις παρὰ φύσιν → we are all made for mutual assistance, as the feet, the hands, and the eyelids, as the rows of the upper and under teeth, from whence it follows that clashing and opposition is perfectly unnatural
(Bailly1_2) |
(15) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />au large cercueil.<br />'''Étymologie:''' [[εὐρύς]], [[σορός]]. | |btext=ος, ον :<br />au large cercueil.<br />'''Étymologie:''' [[εὐρύς]], [[σορός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εὐρύσορος]], -ον (Α)<br />(για τάφο) αυτός που έχει ευρεία σορό, ευρεία [[θήκη]], ευρύ τύμβο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευρυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σορός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:40, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῠ], ον,
A with wide bier or tomb, σῆμα AP7.528 (Theodorid.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐρύσορος: -ον, ἔχων εὐρεῖαν σορόν, θήκην νεκροῦ, εὐρύσορον σῆμα Ἀνθ. Π. 7. 528.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au large cercueil.
Étymologie: εὐρύς, σορός.
Greek Monolingual
εὐρύσορος, -ον (Α)
(για τάφο) αυτός που έχει ευρεία σορό, ευρεία θήκη, ευρύ τύμβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + σορός.