ἀτελεσφόρητος: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία → and peace on earth and good will to men, and peace on earth and good will to all
(big3_7) |
(6) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[inaccesible]] Sm.<i>Ib</i>.31.40.<br /><b class="num">2</b> [[que no ha llegado a madurar]] καρπός Eus.<i>Is</i>.28.4, ἔμβρυον Gr.Nyss.<i>Maced</i>.101.12, σπέρμα Gr.Nyss.M.46.157C, κύημα Tz.<i>Ep</i>.74, <i>ad Hes</i>.11. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[inaccesible]] Sm.<i>Ib</i>.31.40.<br /><b class="num">2</b> [[que no ha llegado a madurar]] καρπός Eus.<i>Is</i>.28.4, ἔμβρυον Gr.Nyss.<i>Maced</i>.101.12, σπέρμα Gr.Nyss.M.46.157C, κύημα Tz.<i>Ep</i>.74, <i>ad Hes</i>.11. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀτελεσφόρητος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν τελεσφόρησε, που δεν πέτυχε τον σκοπό του, [[ατελέσφορος]], [[μάταιος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> ο [[ανώριμος]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] του οποίου διακόπηκε η [[ανάπτυξη]] ή η ωρίμανση.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[τελεσφορώ]] <span style="color: red;"><</span> [[τελεσφόρος]] «[[αποτελεσματικός]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:40, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A not brought to accomphishment, Sm.Jb.31.40.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτελεσφόρητος: -ον, ὁ μὴ τελεσφορῶν, μὴ εὐδοκιμῶν, ἀτελής, Γρηγ. Νύσσ. ΙΙ. 249C, Σύμμ. 31, 40.
Spanish (DGE)
-ον
1 inaccesible Sm.Ib.31.40.
2 que no ha llegado a madurar καρπός Eus.Is.28.4, ἔμβρυον Gr.Nyss.Maced.101.12, σπέρμα Gr.Nyss.M.46.157C, κύημα Tz.Ep.74, ad Hes.11.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀτελεσφόρητος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δεν τελεσφόρησε, που δεν πέτυχε τον σκοπό του, ατελέσφορος, μάταιος
αρχ.-μσν.
1. ο ανώριμος
2. εκείνος του οποίου διακόπηκε η ανάπτυξη ή η ωρίμανση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + τελεσφορώ < τελεσφόρος «αποτελεσματικός»].