κηρήθρα: Difference between revisions
From LSJ
(20) |
(No difference)
|
(20) |
(No difference)
|
και κερήθρα, η
ο χωρισμένος σε πολλά μικρά εξάγωνα κελλιά πλακούντας τον οποίο παρασκευάζουν οι μέλισσες από κερί και στον οποίο εναποθέτουν το μέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + κατάλ. -ήθρα (πρβλ. αρμυρ-ήθρα, δακτυλ-ήθρα)].