κρασούρα: Difference between revisions
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
(21) |
(No difference)
|
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
(21) |
(No difference)
|
η
1. μεγάλη ποσότητα κρασιού
2. μυρωδιά κρασιού, κρασίλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρασί + κατάλ. -ούρα (πρβλ. μουντζ-ούρα, σκοτ-ούρα)].