κρασούρα: Difference between revisions

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
(21)
(No difference)

Revision as of 06:41, 29 September 2017

Greek Monolingual

η
1. μεγάλη ποσότητα κρασιού
2. μυρωδιά κρασιού, κρασίλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρασί + κατάλ. -ούρα (πρβλ. μουντζ-ούρα, σκοτ-ούρα)].