Φερσεφόνας κυάνεος θάλαμος → dark chamber of Persephone
η1. μεγάλη ποσότητα κρασιού2. μυρωδιά κρασιού, κρασίλα.[ΕΤΥΜΟΛ. < κρασί + κατάλ. -ούρα (πρβλ. μουντζούρα, σκοτούρα)].