κρασούρα

From LSJ

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source

Greek Monolingual

η
1. μεγάλη ποσότητα κρασιού
2. μυρωδιά κρασιού, κρασίλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρασί + κατάλ. -ούρα (πρβλ. μουντζούρα, σκοτούρα)].